- δημεύομαι
- δημεύομαι, δημεύτηκα και δημεύθηκα, δημευμένος βλ. πίν. 20
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
δεδημευμένως — επίρρ. (Α) με τρόπο κοινό, λαϊκό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. επίρρ., που σχηματίστηκε από τη μτχ. δεδημευμένος τού παρακμ. τού δημεύομαι (βλ. δημεύω)] … Dictionary of Greek
δημεύω — (AM δημεύω, Α και δημιεύω) [δήμος] ανακηρύσσω και καταλαμβάνω ως κτήμα τού δημοσίου περιουσία ή περιουσιακά στοιχεία («το κράτος θα δημεύσει τις περιουσίες τών λιποτακτών») αρχ. 1. δίνω κάτι στον δήμο, παρέχω στον λαό («δεδήμευται κράτος» η… … Dictionary of Greek